Απαιτείται πλέον η ύπαρξη βάσιμου λόγου για την εγκυρότητα της απόλυσης σε αντίθεση με τα ισχύοντα μέχρι τώρα για την καταγγελία της σύμβασης, η οποία είχε αναιτιώδη χαρακτήρα.

Με το άρθρο 48 του Ν. 4611/2019 (ΦΕΚ 73/Α/17-05-2019) αντικαταστάθηκε το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του Ν. 3198/1955 ως εξής: «Η καταγγελία της εργασιακής σχέσης θεωρείται έγκυρη, μόνο αν οφείλεται σε βάσιμο λόγο, κατά την έννοια του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4359/2016 (A` 5), έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για τον ΕΦΚΑ (τ. ΙΚΑ) μισθολόγια ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος. Σε περίπτωση αμφισβήτησης, το βάρος επίκλησης και απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων έγκυρης καταγγελίας φέρει ο εργοδότης».

Με τον νέο αυτό νόμο φαίνεται ότι εισάγεται μία αυξημένη προστασία του εργαζόμενου έναντι της καταγγελίας της εργασιακής του σύμβασης. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας πρέπει, εκτός των προϋποθέσεων που ισχύουν ήδη (έγγραφος τύπος, προηγούμενη καταβολή αποζημίωσης και καταχώριση της απασχόλησης του απολυόμενου στα τηρούμενα ασφαλιστικά μισθολόγια) να οφείλεται σε βάσιμο λόγο, όπως αυτός περιγράφεται στο άρθρο 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (ο οποίος κυρώθηκε στην Ελλάδα με τον Ν. 4359/2016), δηλαδή «λόγο που να συνδέεται με την ικανότητα ή τη συμπεριφορά του εργαζόμενου ή να βασίζεται στις λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης, της εγκατάστασης ή της υπηρεσίας».

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει καταρχήν ότι απαιτείται πλέον η ύπαρξη βάσιμου λόγου για την εγκυρότητα της απόλυσης σε αντίθεση με τα ισχύοντα μέχρι τώρα για την καταγγελία της σύμβασης, η οποία είχε αναιτιώδη χαρακτήρα, δηλαδή ο εργοδότης δεν ήταν υποχρεωμένος να αιτιολογήσει την απόφασή του για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Η έννοια του βάσιμου λόγου δεν προσδιορίζεται επαρκώς αλλά η εξειδίκευσή της αναμένεται με τη διαμόρφωση σχετικής νομολογίας.

Ιδιαίτερη συνεισφορά στον προσδιορισμό αυτό μπορεί να αποτελέσει η αξιολόγηση της νομολογίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων, ενός ελεγκτικού οργάνου που επιβλέπει την τήρηση του ΕΚΧ. Ο λόγος είναι βάσιμος όταν προκαλεί διατάραξη στη λειτουργία της εργασιακής σχέσης, όταν δε συντρέχει / καθιστά δυσχερή την παραμονή του εργαζόμενου στην επιχείρηση, συνδέεται δηλαδή με το συμφέρον της επιχείρησης. Άλλο σημαντικό στοιχείο της έννοιας του βάσιμου λόγου αποτελεί η αναγκαιότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας.

Περαιτέρω, σχετικά με το βάρος της απόδειξης, ο εργοδότης βαρύνεται πλέον με την απόδειξη ότι η καταγγελία έγινε για βάσιμο λόγο και ως εκ τούτου αυτή δεν είναι άκυρη. Σύμφωνα με τα όσα ίσχυαν μέχρι σήμερα, ο εργαζόμενος έφερε το βάρος της απόδειξης ότι η απόλυσή του ήταν άκυρη ως καταχρηστική σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ ενώ καταρχήν η καταγγελία ως αναιτιώδης δικαιοπραξία ήταν έγκυρη ακόμη και όταν δεν υπήρχε αιτία. Επομένως, με τη νέα ρύθμιση αντιστρέφεται το βάρος της απόδειξης και ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να αποδείξει την ύπαρξη βάσιμου λόγου.

Αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον η εφαρμογή στην πράξη των νέων ρυθμίσεων στις εργασιακές σχέσεις.

    Για περισσότερες πληροφορίες επί ζητημάτων σχετικών με εργασιακές σχέσεις επικοινωνήστε:
    E: [email protected]
    T: 210-6431387
    F: 210-6460313