H απόκτηση ενός μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών ή η κατάρτιση που προσφέρουν τα diplomas και τα certificates, προβάλλονται ως κορυφαίες επιλογές όχι μόνο για επαγγελματική αλλά και για προσωπική εξέλιξη των στελεχών. Οι νέες τάσεις και εξελίξεις στις σπουδές καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την πορεία της αγοράς εργασίας και το αντίστροφο.

Η συνεχής εκπαίδευση ήταν ανέκαθεν το μέσον για περαιτέρω επαγγελματική και κυρίως προσωπική εξέλιξη ενός στελέχους με πολλαπλά οφέλη. Μπορεί η επένδυση εδώ να μην έχει μετρήσιμη και άμεση «απόδοση» όμως μακροπρόθεσμα θέτει τις βάσεις όχι μόνο για εξειδίκευση στον τομέα που πραγματοποιούνται οι σπουδές, αλλά και στην ίδια την επαγγελματική εξέλιξη του ατόμου. Τόσο τα μεταπτυχιακά προγράμματα όσο και τα diplomas ή certificates που αποκτούν τα στελέχη αποτελούν αναμφισβήτητα επιπρόσθετα εφόδια, των οποίων η αξιοποίηση εσωκλείει μόνο θετικά αποτελέσματα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια πραγματοποιείται μία συνολική προσπάθεια προώθησης της Δια Βίου Μάθησης, καθώς η ανάπτυξη των στελεχών οφείλει να είναι συνεχής, ώστε να παραμένουν ενεργά σε μία αρκετά ανταγωνιστική αγορά εργασίας.

Η τάση αυτή έχει υιοθετηθεί και από τον επιχειρηματικό κόσμο όπου η αναζήτηση των καταλληλότερων υποψηφίων για την πλήρωση μίας θέσεως εργασίας ορίζεται σε πρώτο χρόνο από τα προσόντα, τα οποία πιστοποιούνται εν μέρει από τους τίτλους σπουδών που έχουν λάβει και εν συνεχεία από την αντίστοιχη εμπειρία που διαθέτουν. Ακόμη όμως και στην περίπτωση που οι ίδιοι οι οργανισμοί αποφασίζουν να επενδύσουν στην περαιτέρω εξειδίκευση των στελεχών τους, είναι σίγουρο ότι θα αποκομίσουν εξίσου σημαντικά οφέλη με τους ανθρώπους τους.

Άλλωστε το ανθρώπινο δυναμικό σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα στην αγορά και η συνεχής εξέλιξη αυτού οδηγεί μόνο σε θετικά αποτελέσματα, με την αύξηση της παραγωγικότητας, την ενίσχυση του employee engagement να είναι μόνο μερικά από αυτά. Συμπερασματικά, λοιπόν, η επένδυση στη γνώση συνεχίζει να αποδίδει εξαιρετικό τόκο όπως υποστήριζε και ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, αναδεικνύοντας τα πολλαπλά πλεονεκτήματα αυτής της επιλογής και επιβεβαιώνοντας την τάση που παρατηρείται ακόμη και σε περίοδο οικονομικής κρίσης.

Δείκτες απασχόλησης
Αποτελεί κοινό τόπο ότι η αγορά εργασίας έχει μεταβληθεί ριζικά τα τελευταία χρόνια με την ανεργία να έχει αυξηθεί δραματικά, και τις θέσεις εργασίας να κινούνται σε αντίθετη φθίνουσα πορεία. Το ενεργό ανθρώπινο δυναμικό καλείται να αντιμετωπίσει τον δριμύ ανταγωνισμό που έχει αναπτυχθεί στην αγορά εργασίας και να διαθέτει εκείνα τα κατάλληλα εφόδια που θα του εξασφαλίσουν μία νέα θέση εργασίας ή και ακόμη τη διατήρηση της θέσης που κατέχουν μέσα σε έναν οργανισμό. Από την άλλη πλευρά, ο επιχειρηματικός κόσμος αντιμέτωπος με τις πιέσεις της αγοράς και τα μειωμένα του έσοδα επιθυμεί να διαθέτει εκείνα τα στελέχη που θα του παρέχουν βιωσιμότητά, καινοτομία, πάθος και ενθουσιασμό για την πλήρωση του εταιρικού σκοπού και στόχου.

Ποια είναι όμως εκείνα τα εφόδια που λειτουργούν σαν δικλείδες ασφαλείας όχι μόνο για τα στελέχη αλλά και για τις ίδιες τις εταιρείες ενώ πολλές φορές αποτελούν ένδειξη για την καταλληλότητα των στελεχών ως προς την πλήρωση θέσεων; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα μπορεί να δοθεί και από επίσημα στατιστικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία οι κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών ή διδακτορικού φαίνεται να πλήττονται λιγότερο από το φαινόμενο της ανεργίας που έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις για άλλες πληθυσμιακές ομάδες. Πιο συγκεκριμένα σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστική Αρχής για το μήνα Μάιο, το ποσοστό ανεργίας ανήλθε στο 27,2%, ελάχιστα μειωμένο από τον ίδιο μήνα πέρυσι (27,7%), με τις γυναίκες και τους νέους 15-24 ετών να παρουσιάζουν τα υψηλότερα ποσοστά, 31,1% και 53,1% αντίστοιχα.

Εξετάζοντας, ωστόσο, τις μεταβολές της απασχόλησης ανά μορφωτικό επίπεδο σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα της ICAP διαπιστώνεται ότι η κρίση έπληξε τους απασχολούμενους κάθε μορφωτικού επιπέδου, με εξαίρεση όσους κατέχουν μεταπτυχιακό ή διδακτορικό, οι οποίοι επηρεάστηκαν σε μικρότερο βαθμό, εμφανίζοντας υψηλότερη «ανθεκτικότητα» στο φαινόμενο της ανεργίας. Συμπερασματικά, λοιπόν, η απόκτηση γνώσεων και η συνεχής εκπαίδευση αποτελούν αναμφισβήτητα μία ασπίδα προστασίας έναντι της ανεργίας και όχι μόνο.

Καμπύλη ζήτησης
Για το γεγονός ότι η περαιτέρω εξειδίκευση και εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού θέτει ως προαπαιτούμενο την επένδυση όχι μόνο προσωπικού χρόνου του στελέχους που θα παρακολουθήσει κάποιο πρόγραμμα, αλλά ταυτόχρονα και χρηματικών πόρων, αρκετοί είναι αυτοί που θα ανέμεναν μείωση της ζήτησης των προγραμμάτων αυτών σε περιόδους κρίσης. Άλλοι θα υποστήριζαν μάλιστα ότι η επιστροφή στα θρανία στην παρούσα κατάσταση αποτελεί απλά μία επιλογή απόδρασης για τους ίδιους ή ακόμη και απαγορευτική κίνηση για τα δεδομένα της αγοράς και το κόστος της εκπαίδευσης. «Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα έχει φυσικά τον αντίκτυπό της και στο ζήτημα των μεταπτυχιακών σπουδών» αναφέρει ο Ιωάννης Νικολάου, Αναπληρωτής Καθηγητής Οργανωσιακής Συμπεριφοράς στο Τμήμα Διοικητικής Επιστήμης & Τεχνολογίας, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

«Παρόλα αυτά, τα προγράμματα που προσφέρονται από μεγάλα, παραδοσιακά, έγκριτα και διεθνώς αναγνωρισμένα ιδρύματα, δεν έχουν “υποφέρει” καθόλου θα λέγαμε από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Αντίθετα, βγαίνουν ενισχυμένα, εφόσον ένα στέλεχος που αποφασίζει να επενδύσει ένα σεβαστό ποσό σε δίδακτρα μεταπτυχιακών σπουδών, θα προτιμήσει ένα ίδρυμα με τα παραπάνω χαρακτηριστικά» καταλήγει ο ίδιος.

«Ενώ στην αρχή της κρίσης, παρατηρήθηκε μείωση του ενδιαφέροντος για τα ΜΒΑ προγράμματα, το κλίμα αλλάζει και υπάρχει μια συγκρατημένη ανάκαμψη τα τελευταία 2 χρόνια» εξηγεί ο Δρ. Κυριάκος Κυριακόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής Στρατηγικής & Μάρκετινγκ, Ακαδημαϊκός Διευθυντής Executive MBA, ALBA Graduate Business School at The American College of Greece και συνεχίζει: «Η πιο εντυπωσιακή εξέλιξη είναι η μεγάλη ζήτηση για MSc προγράμματα τόσο από άτομα που επιθυμούν να εισέλθουν στην αγορά εργασίας (full- time students) αλλά και από στελέχη επιχειρήσεων (part-time students). Το ενδιαφέρον εστιάζεται τόσο σε εξειδικευμένα MSc (λ.χ. Μάρκετινγκ, HR, Χρηματοοικονομικά) όσο και σε κλαδικά MSc (λ.χ. Ναυτιλιακά, Τουρισμός)».

Στο ίδιο κλίμα και ο Ανδρέας Νικολόπουλος, Πρόεδρος του Τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων, Καθηγητής Βιομηχανικών Σχέσεων και Διαπραγματεύσεων & Επιστημονικός Υπεύθυνος του Προγράμματος Κατάρτισης στις Διαπραγματεύσεις, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών εξηγεί: «Σε γενικές γραμμές, ο αριθμός των αιτήσεων έχει μειωθεί σε ποσοστό που ποικίλλει στα επιμέρους γνωστικά αντικείμενα και ιδρύματα. Η μείωση αυτή σχετίζεται με τη μείωση των εισοδημάτων και των προϋπολογισμών των εταιρειών που υποστηρίζουν εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Το γεγονός αυτό όχι μόνο δεν έχει δημιουργήσει προβλήματα στα μεταπτυχιακά προγράμματα υψηλού κύρους, αλλά αντιθέτως έχει βελτιώσει την ποιότητα των αιτήσεων».

Μία ακόμη τάση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια αναφορικά με τη ζήτηση των μεταπτυχιακών προγραμμάτων επισημαίνει και η Κατερίνα Ξυνή, Vice President & Managing Director του Mediterranean College: «Η ανάγκη για ανανεωμένες και υψηλού επιπέδου γνώσεις αλλά και η εργασιακή κατοχύρωση, μέσω ενός διεθνώς αναγνωρίσιμου τίτλου σπουδών, οδήγησε σε σημαντική αύξηση της ζήτησης για MBA». «Συγχρόνως, η ανάγκη για συνεχή εκπαίδευση και εξειδίκευση των στελεχών, μας οδήγησε στην ανάπτυξη πιστοποιημένων κύκλων σπουδών μεταπτυχιακού επιπέδου σε πλήθος ειδικοτήτων (π.χ. hospitality management, shipping, digital/ social media, εξαγωγές), οι οποίοι είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς λόγω μικρότερής διάρκειας, χαμηλότερου κόστους και μεγαλύτερης εξειδίκευσης από ένα τυπικό Master» καταλήγει η ίδια.


Επιλογή με περιεχόμενο
Η απόκτηση γνώσης και κατάρτισης βελτιώνει σε κάθε περίπτωση την ανταγωνιστικότητα των στελεχών εντός αλλά και εκτός ενός οργανισμού. Η συνεχής εκπαίδευση και εξειδίκευση φαντάζει πλέον μονόδρομος για την επαγγελματική και προσωπική εξέλιξη όλων στο πλαίσιο των αλλαγών που έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια στην αγορά και τις εργασιακές σχέσεις. Ακόμη και οι εταιρείες φαίνεται ότι συνεχίζουν να επενδύουν σταθερά στην εκπαίδευση των ανθρώπων τους εξασφαλίζοντάς τους όχι μόνο την παρακολούθησή εκπαιδευτικών προγραμμάτων αλλά και την ακόλουθη πρακτική άσκηση σε αντίστοιχη θέση ή μέσω της ανάληψης νέων καθηκόντων. Η επιλογή ωστόσο του εκπαιδευτικού προγράμματος καθορίζεται από πολλούς παράγοντες, περιοριστικούς ή μη, και οφείλει να είναι στοχευμένη ανάλογα με τις ανάγκες που θα κληθεί να ικανοποιήσει. Σήμερα, συναντάται πληθώρα εκπαιδευτικών προγραμμάτων που μπορούν να επιλεχθούν, προσφέροντας την επιθυμητή κατάρτιση στον τομέα ακριβώς που απαιτείται. Μεταπτυχιακοί τίτλοι σπουδών όπως:

MA: Master of Arts, MSc: Master of Science, MBA: Master of Business Administration, MPhhil: Master of Philosophy, Med: Master in Education, MRes: Master of Research, PG Dip.: Postgraduate Diplomas, PG Cert.: Postgraduate Certificates κ.ά., αποτελούν μερικές μόνο από τις επιλογές ενός στελέχους. Η διάρκεια του προγράμματος καθώς επίσης και οι ικανότητες-δεξιότητες, γνώση και εξειδίκευση που θα αποκτηθούν μέσω της παρακολούθησής τους είναι μερικοί ακόμη από τους παράγοντες αυτούς. Ο Δρ. Κ. Κυριακόπουλος επισημαίνει άλλη μία νέα τάση που διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια στο χώρο της εκπαίδευσης και των προγραμμάτων που προσφέρονται προς επιλογή από τα στελέχη. «Μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη είναι η δημιουργία μιας νέας αγοράς από ανώτατα και ανώτερα στελέχη που αναζητούν εκπαίδευση πιο στοχευμένη στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν (π.χ. δεξιότητες ηγεσίας, στρατηγική ανάπτυξης και ανανέωσης της εταιρείας τους) από ότι προσφέρει το κλασσικό ΜΒΑ. Η ανάπτυξη Executive ΜΒΑ προγραμμάτων έρχεται να καλύψει αυτή την ανάγκη» εξηγεί.

Εκπαίδευση Στελεχών
Στους κόλπους των επιχειρήσεων η εκπαίδευση και η επιλογή των προγραμμάτων πραγματοποιείται με διαφορετικά κριτήρια. Ποιες όμως εμφανίζονται ως ιδανικές επιλογές για αυτήν την κατηγορία υποψηφίων; «Τα εκπαιδευτικά προγράμματα που κατά κύριο λόγο επιλέγουν οι εργαζόμενοι σήμερα, είναι εκείνα τα οποία προσανατολίζονται στους άξονες του Marketing, της Οικονομίας και της Διοίκησης» αναφέρει χαρακτηριστικά η Κ. Ξυνή. Στο ίδιο κλίμα και ο Ι. Νικολάου εξηγεί «Οι περισσότεροι εργαζόμενοι εξακολουθούν να επιλέγουν “παραδοσιακά” γενικά μεταπτυχιακά προγράμματα, όπως Master in Business Administration (MBA), ή περισσότερο εξειδικευμένα, όπως Master σε Διοίκηση Ανθρωπίνων Πόρων, Χρηματο- οικονομικά, κ.λπ. Παρόλα αυτά, αυξημένη ζήτηση τα τελευταία χρόνια, φαίνεται να έχουν και πιο εξειδικευμένα προγράμματα, ειδικά όσα σχετίζονται με το χώρο της τεχνολογίας/πληροφορικής, π.χ. Business Analytics, Digital Marketing, κ.ά.» καταλήγει ο ίδιος.

Η Μαρίνα Γρυλλάκη, Διευθύντρια Τμήματος Ανάπτυξης Στελεχών, ALBA Graduate Business School at The American College of Greece αναφέρει σχετικά: «Tα στελέχη επιδιώκουν να αποκτήσουν γνώσεις και δεξιότητες οι οποίες θα τους φανούν χρήσιμες τόσο στις επαγγελματικές όσο και στις προσωπικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν εν μέσω κρίσης. Δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για εξειδικευμένα προγράμματα που τους προσφέρουν είτε σύγχρονη γνώση (π.χ. Digital Media) είτε τη δυνατότητα να ανακαλύψουν και αναπτύξουν δεξιότητές τους μέσω προγραμμάτων coaching και θετικής Ηγεσίας».

Το αντικείμενο σπουδών που επιλέγουν οι εργαζόμενοι σήμερα ποικίλει ανάλογα με τις τρέχουσες και προβλεπόμενες ανάγκες της κάθε επιχείρησης σχολιάζει η Δρ. Μάνια Παπαπαναγιώτου- Κανελλοπούλου, Γενική Υπεύθυνη του iCon College. «Υπάρχουν βέβαια βασικές διαφοροποιήσεις μεταξύ ενός τίτλου ΜΒΑ και ενός τίτλου MSc με εξειδίκευση σε Human Resource Management» εξηγεί και συνεχίζει: «Το ΜΒΑ έχει σαν στόχο τη σύνδεση και ολοκλήρωση των γνώσεων και εμπειριών νέων σχετικά στελεχών, ώστε να είναι ικανότερα για ανάληψη πιο πολύπλοκων καθηκόντων. Είναι απαραίτητο όχι μόνο για όποιον έχει σπουδάσει κάποια επιστήμη εκτός διοίκησης επιχειρήσεων και θέλει να του δοθεί η δυνατότητα να ανέλθει στη διοικητική ιεραρχία, αλλά και γενικότερα για εμβάθυνση και διεύρυνση γνώσεων και μάλιστα προσανατολισμένων προς τις ανάγκες των επιχειρήσεων. Η σχετικά πρόσφατη αύξηση ενδιαφέροντος για ΜΒΑ στη χώρα μας δεν είναι μόδα, αλλά καθυστερημένη διαπίστωση της αναγκαιότητας των γνώσεων από ένα καλό ΜΒΑ. Το ίδιο έχει συμβεί και σε άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες τις προηγούμενες δεκαετίες και ακόμα νωρίτερα στις Η.Π.Α.».

Β κύκλος σπουδών
Για τις νεότερες γενιές και τους απόφοιτους πανεπιστημίου η εκπαίδευση έχει λάβει μία νέα μορφή ακολουθώντας τις σύγχρονες ανάγκες των επιχειρήσεων και της αγοράς. Έτσι, εκτός από την απόκτηση ενός πρώτου πτυχίου, κατά τη διάρκεια του οποίου λαμβάνουν κυρίως γενικές γνώσεις, οι απόφοιτοι συνηθίζουν να επενδύουν ολοένα και περισσότερο στη συνέχιση των σπουδών τους ώστε να λάβουν μεγαλύτερη εξειδίκευση, και να δηλώσουν ενεργοί στην αγορά εργασίας, ξεχωρίζοντας ανάμεσα στους υπόλοιπους αναζητούντες. Με αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά έχει δημιουργηθεί ένας δεύτερος κύκλος σπουδών ο οποίος αποτελείται από την παρακολούθηση σεμιναρίων/προγραμμάτων ή και ακόμη την απόκτηση ενός μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών. Αναμφισβήτητα η καλύτερη απόδειξη γνώσεων για τους ίδιους είναι η κατοχή αυτών των τίτλων σπουδών που φαίνεται να διαθέτουν ιδιαίτερη βαρύτητα κατά τη διάρκεια αναζήτησης εργασίας σήμερα.

Για το λόγο ότι οι απόφοιτοι δεν διαθέτουν την απαραίτητη για πολλές θέσεις εργασίας εμπειρία, προσπαθούν να ξεχωρίσουν στην αγορά με όπλα τους τα πτυχία που έχουν λάβει, υποσχόμενοι την εισαγωγή νέας γνώσης στο εργασιακό περιβάλλον καθώς και καινοτομίας, η οποία δεν είναι απόλυτα συνδεδεμένη με την εμπειρία ενός στελέχους. Σε κάθε περίπτωση η επιλογή συνέχισης των σπουδών για τους αποφοίτους φαντάζει πολλές φορές μονόδρομος και αναγκαία προϋπόθεση ώστε να μπορέσουν να ανταγωνιστούν επάξια στελέχη με πολυετή πείρα. Ποια είναι όμως εκείνα τα προγράμματα που μαγνητίζουν το ενδιαφέρον των αποφοίτων σήμερα και βρίσκονται στις πρώτες θέσεις;

Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα του GMAC, «2014 mba.com», η επιλογή ενός MBA προγράμματος είναι η επικρατέστερη για την πλειοψηφία των αποφοίτων, παραμένοντας για άλλη μία χρονιά στην πρώτη θέση μεταπτυχιακής εκπαίδευσης των νέων, ενώ ακολουθούν προγράμματα μεταπτυχιακής εξειδίκευσης σε τομείς όπως οικονομικά, λογιστική, marketing κ.ά. (Σχεδιάγραμμα). Επίσης, τα προγράμματα MBA φαίνεται να ενδιαφέρουν περισσότερο τους άνδρες σε ποσοστό 60%, με το αντίστοιχο 40% εξ αυτών να είναι γυναίκες.

Λόγοι και περιορισμοί
Οι λόγοι που οδηγούν ένα στέλεχος να εισέλθει εκ νέου στο χώρο της εκπαίδευσης μπορεί να ποικίλουν. Είτε αφορούν την προσωπική του εξέλιξη με την παρακολούθηση προγραμμάτων που εμπεριέχουν αποκλειστικό ενδιαφέρον για τον ίδιο και την απόκτηση γνώσης σε έναν τομέα που δεν συνδέεται με την εργασία του είτε αφορούν την εξειδίκευσή του και την περαιτέρω εξέλιξή του αποκλειστικά πάνω στο αντικείμενο με το οποίο ασχολείται. Εκτός όμως από τους λόγους που τον παροτρύνουν να παρακολουθήσει κάποιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα λαμβάνοντας και την αντίστοιχη πιστοποίηση, ο υποψήφιος οφείλει να εξετάσει και τους περιοριστικούς παράγοντες που αντιμετωπίζει πριν την τελική επιλογή.

Ο πιο σημαντικός από αυτούς είναι ο διαθέσιμος χρόνος που είναι σε θέση να αφιερώσει για την ολοκλήρωση κάποιου προγράμματος, και ο οποίος διαφέρει σημαντικά ανάλογα με τη μέθοδο διδασκαλίας που θα επιλεχθεί τελικά. Το κόστος είναι ένας ακόμη παράγοντας που λαμβάνεται υπόψιν, ενώ η σύνδεση της γνώσης που θα λάβει από το πρόγραμμα με την εργασία του ή τα προσωπικά του ενδιαφέροντα είναι εξίσου σημαντική. «Στις εκπαιδευτικές επιλογές των εργαζομένων σήμερα υπεισέρχονται πρόσθετες μεταβλητές, όπως για παράδειγμα η συρρίκνωση των εισοδημάτων τους και η ανάγκη διαρκούς βελτίωσης της προσωπικής ανταγωνιστικότητάς τους στην ευρύτερη αγορά εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, οι εργαζόμενοι αναζητούν προγράμματα χαμηλότερου κόστους, και συνεπώς ταχύρρυθμα, που εξειδικεύουν περαιτέρω τις γνώσεις τους και αναπτύσσουν ικανότητες» εξηγεί ο Α. Νικολόπουλος. Η αναζήτηση, λοιπόν, του κατάλληλου εκπαιδευτικού προγράμματος μπορεί να αποτελέσει μία εύκολη υπόθεση μόνο εφόσον ο υποψήφιος γνωρίζει ακριβώς τι θέλει, τι επιδιώκει και πόσο χρόνο μπορεί να αφιερώσει για την προσωπική του ανάπτυξη.


Ανάγκες
Τα εκπαιδευτικά προγράμματα που επιλέγονται καλούνται να καλύψουν κάποιες ανάγκες τόσο του ίδιου του υποψηφίου όσο και της εταιρείας που του τα προσφέρει. «Η επιλογή ενός μεταπτυχιακού / εκπαιδευτικού προγράμματος πραγματοποιείται συνήθως από τον εργαζόμενο που επιδιώκει να καλύψει τα τρέχοντα ή τα προβλεπόμενα κενά του σε γνώσεις ή δεξιότητες» αναφέρει ο Α. Νικολόπουλος και συνεχίζει: «Με τον τρόπο αυτό αποσκοπεί στη βελτίωση της αποδοτικότητάς του και, τουλάχιστον, στην εξασφάλιση της θέσης εργασίας του». «Παρά το γεγονός ότι τα οφέλη είναι προφανή τόσο για τον εργαζόμενο όσο για την εταιρεία, θεωρούμε ότι ο εργαζόμενος επωφελείται περισσότερο, αφού με τον τρόπο αυτό αυξάνει τη διαπραγματευτική του δύναμη τόσο στην εταιρεία όσο και στην ευρύτερη αγορά εργασίας» καταλήγει ο ίδιος.

Σύμφωνα με την Μ. Γρυλλάκη μέσα από την εκπαίδευση, τα στελέχη αποκτούν τη δυνατότητα να εμπλουτίσουν ή να ανανεώσουν τις γνώσεις τους γύρω από θέματα που αφορούν την εργασία και την εταιρεία τους, καθώς και να αναπτύξουν δεξιότητες όπως η ομαδικότητα, η στρατηγική σκέψη, η αποτελεσματική ηγεσία και αυτό-ηγεσία. «Παράλληλα, μέσα από την εκπαίδευση, οι εταιρείες δημιουργούν τις συνθήκες για κοινή κουλτούρα γνώσης ανάμεσα στα στελέχη και ανταποκρίνονται στην ανάγκη για ομαδικότητα, ανάπτυξη και επικοινωνία» επισημαίνει η ίδια.

Μέθοδοι διδασκαλίας
Οι μέθοδοι διδασκαλίας των εκπαιδευτικών προγραμμάτων διαφέρουν ανάλογα με το αντικείμενο στο οποίο παρέχουν εξειδίκευση και στις εκάστοτε ανάγκες των υποψηφίων που επιθυμούν να τα παρακολουθήσουν. Ανταποκρινόμενα και αυτά με τη σειρά του στις σύγχρονες ανάγκες των αγορών έχουν εξελιχθεί με τη σειρά τους ώστε να διασφαλίζουν την πρόσβαση όλων των ομάδων (εργαζόμενων και μη) σε αυτά. Για παράδειγμα, τα προγράμματα πλήρους φοίτησης δεν διευκολύνουν την παρακολούθηση από στελέχη που εργάζονται, όμως αποτελούν μία πολύ καλή επιλογή για τους νέους αποφοίτους που δεν επιθυμούν να εισέλθουν ακόμη στην αγορά εργασίας. Από την άλλη πλευρά τα part time προγράμματα, μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας από τα προαναφερόμενα, μπορούν να τα παρακολουθήσουν εξίσου στελέχη και νέοι απόφοιτοί.

Μία ακόμη διαθέσιμη επιλογή είναι αυτή των distance learning προγραμμάτων, όπου η φυσική παρουσία δεν είναι απαραίτητη και τα στελέχη μπορούν να παρακολουθήσουν το πρόγραμμα μέσα από έντυπο υλικό και άλλων τεχνικών διδασκαλίας (διαδίκτυο, CDs κ.ά.). Τα on-line learning προγράμματα αποτελούν άλλη μία μορφή εκπαίδευσης, όπου η παρακολούθηση πραγματοποιείται εξ ολοκλήρου μέσω του διαδικτύου όμως ο υποψήφιος καλείται να διαθέτει καλή οργάνωση ώστε να ανταποκριθεί με αποτελεσματικότητα στις απαιτήσεις του. Ένας ακόμη διαδεδομένος τρόπος διδασκαλίας είναι τα προγράμματα μέσω έρευνας όπου το άτομο διαθέτει έναν ή δύο supervisors και τα μαθήματα δεν πραγματοποιούνται σε κάποια αίθουσα διδασκαλίας αλλά αποκλειστικά μέσω της έρευνας. Τέλος, τα work based προγράμματα συνδυάζουν εργασιακή εμπειρία, έρευνα και μαθήματα, και απευθύνονται κυρίως σε άτομα που εργάζονται ήδη.

Θέση στο οργανόγραμμα
Οι επιχειρήσεις σήμερα καλούνται να ανταποκριθούν με επιτυχία στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν από την αγορά. Επιθυμούν να διαθέτουν εκείνα τα στελέχη που είναι τα πλέον κατάλληλα για την κάθε θέση εργασίας στο οργανόγραμμά τους εξασφαλίζοντας ανάπτυξη και βιωσιμότητα για τις ίδιες. Η εκπαίδευση των στελεχών και η περαιτέρω εξέλιξή τους δεν εσωκλείει μόνο οφέλη για τους εργαζόμενους αλλά και για την ίδια την εταιρεία, εντάσσοντας στο εργασιακό της περιβάλλον γνώση, δεξιότητες και ικανότητες απαραίτητες για την απρόσκοπτη λειτουργία και εξέλιξή της. Οι οργανισμοί φαίνεται ότι συνεχίζουν να επενδύουν στην εκπαίδευση των ανθρώπων, παρά τα περιορισμένα budgets που διαθέτουν, επιλέγοντας εκείνα τα προγράμματα που θα συμβάλλουν ουσιαστικά στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού. Τα στελέχη που εντάσσονται κατά κύριο λόγο στις διάφορες εκπαιδεύσεις προέρχονται συνήθως από υψηλά ιστάμενες θέσεις, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί πλέον τον κανόνα.

Στελέχη που θα αναλάβουν νέες θέσεις μέσα στον οργανισμό ή νέα καθήκοντα αποτελούν επίσης υποψήφιους για την παρακολούθησή τους. Αναφορικά με τους τομείς που δραστηριοποιούνται οι εργαζόμενοι που επιλέγουν να παρακολουθήσουν κάποιο μεταπτυχιακό πρόγραμμα η Δρ.Μ. Παπαπαναγιώτου-Κανελλοπούλου εξηγεί: «Δεν υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ των τομέων. Οι σπουδαστές προέρχονται από όλους τους τομείς οικονομικής δραστηριότητας. Ιδιαίτερα σήμερα, αλλά και στη δεκαετία που θα ακολουθήσει οι συνθήκες που θα επικρατούν στην ελληνική αγορά εργασίας είναι και θα είναι τέτοιες που η απόκτηση ενός πραγματικού (δηλαδή πραγματικά Πανεπιστημιακού) μεταπτυχιακού από πολύ καλό και διεθνώς αναγνωρισμένο Πανεπιστήμιο στη διεθνή γλώσσα (δηλαδή στα Αγγλικά) δεν είναι πλέον απλώς χρήσιμο, αλλά “απαραίτητο” για την εργασιακή επιβίωση και την ενδεχόμενη εξέλιξη». «Η εμπειρία αυτή θα τον βοηθήσει να γνωρίσει τις πραγματικές συνθήκες της αγοράς και να κατανοήσει τι γνώσεις και προσόντα χρειάζεται για να έχει μία επιτυχημένη καριέρα» επισημαίνει η ίδια.

Αμφίπλευρα οφέλη
Πριν από τη λήψη της απόφασης για παρακολούθηση και παροχή κάποιου εκπαιδευτικού προγράμματος / σεμιναρίου στα στελέχη μίας επιχείρησης, εξετάζονται ενδελεχώς τα οφέλη που θα αποκομίσουν και οι δύο πλευρές ώστε η επένδυση να επιφέρει την αντίστοιχη απόδοση. «Τα οφέλη από την παρακολούθηση ενός μεταπτυχιακού προγράμματος είναι τόσο άμεσα όσο και έμμεσα και τόσο εις όφελος του στελέχους όσο και της επιχείρησής του» εξηγεί ο Ι. Νικολάου. «Είναι σημαντικό στην επιλογή του προγράμματος, οι γνώσεις που αποκτώνται να μπορούν να εφαρμοστούν άμεσα-γρήγορα, αλλά ταυτόχρονα να μην “ξεπεραστούν” γρήγορα από την πραγματικότητα, μιας και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πολύ συχνά αυτό το μεταπτυχιακό θα πρέπει να μπορεί να του είναι χρήσιμο για αρκετά χρόνια στην επαγγελματική του καριέρα» καταλήγει ο ίδιος.

Για τα αμφίπλευρα οφέλη η Κ. Ξυνή αναφέρει αντίστοιχα: «Ο εργαζόμενος λαμβάνει σύγχρονη γνώση άμεσα εφαρμόσιμη στην εργασία του, αλλά και soft skills και αυτοπεποίθηση που του δίνουν ώθηση να διακριθεί, να διεκδικήσει καλύτερες θέσεις, να εξελιχθεί. Τα προγράμματα απαντούν στην ανάγκη του εργαζόμενου για διατήρηση – θωράκιση της θέσης του, εξέλιξη – προαγωγή, αλλαγή κλάδου, ανάπτυξη επιχειρηματικότητας. Η εταιρεία έχει -με μια μικρή επένδυση- εκπαιδευμένα στελέχη, που οι πρακτικές τους γνώσεις μπορούν να συνδεθούν άμεσα με την απόδοσή τους σε αυτή». Σε κάθε περίπτωση μέσα από την επιλογή του κατάλληλου εκπαιδευτικού προγράμματος/σεμιναρίου και οι δύο πλευρές μπορούν να αντλήσουν αντίστοιχα οφέλη και να αποκομίσουν θετικά αποτελέσματα που συμβάλλουν στην εξέλιξή τους.

Case Study
Ανάπτυξη μέσω της εκπαίδευσης: Κοινή ευθύνη και για τα δύο μέρη

Κέλλυ Παναγιωτίδου
Head of Learning, Performance & Talent Management, ING Greece

«Η εταιρεία μου παρέχει τις ευκαιρίες ανάπτυξης που χρειάζομαι για να είμαι ανταγωνιστικός/η στην αγορά εργασίας». Αυτή είναι μία από τις ερωτήσεις της Έρευνας Δέσμευσης Εργαζομένων που διεξάγουμε κάθε χρόνο στην ING. Η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων απαντάει θετικά, πράγμα που σημαίνει ότι έχουμε μία καλή βάση και μπορούμε να συνεχίσουμε να βελτιώνουμε το αναπτυξιακό πρόγραμμα της εταιρείας μας (το οποίο έχουμε ονομάσει FYI– For Your Improvement). Η άποψη μου όμως είναι ότι αυτό δεν αρκεί! Είναι σαφώς υποχρέωση κάθε εταιρείας, που θέλει να παραμείνει ανταγωνιστική, να επενδύει στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού της αλλά είναι και υποχρέωση των εργαζομένων όχι μόνο να εκμεταλλεύονται στο έπακρο τις ευκαιρίες αυτές αλλά και να δημιουργούν νέες.

Η ευθύνη λοιπόν είναι κοινή και στα δύο μέρη! Θεωρώ ότι είναι και προσωπική μας υποχρέωση να επενδύουμε πόρους, χρόνο και ενέργεια για να ενημερωνόμαστε όχι μόνο για τις εξελίξεις στο αντικείμενο μας αλλά και γενικότερα στην αγορά, να αποκτούμε καινούριες δεξιότητες ή να ενισχύουμε ακόμα περισσότερο τα δυνατά μας σημεία. Αυτό ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις, είτε κάποιος είναι άνεργος, είτε εργάζεται σε μία εταιρεία που δεν έχει αρκετό budget για εκπαίδευση, είτε είναι τυχερός να εργάζεται σε μία εταιρεία που ενσωματώνει την ανάπτυξη των εργαζομένων στα στρατηγικά της πλάνα, όπως η ING.

Σε αντίθεση με τις δικαιολογίες, οι ευκαιρίες που μπορούμε να εκμεταλλευτούμε είναι αμέτρητες και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους σε βαθμό πολυπλοκότητας, χρόνου και κόστους. Ανάλογα με τις προσωπικές προτιμήσεις και ανάγκες, θα μπορούσε για παράδειγμα κάποιος να επενδύσει σε ένα ΜΒΑ, σε μία εκπαίδευση ή απλά να διαβάσει ένα βιβλίο. Το διαδίκτυο μας προσφέρει άπειρες πηγές γνώσεις μέσα από sites όπως το CEB ενώ τα MOOCs (Massive Online Open Courses), όπως το coursera.org, έχουν ανοίξει ένα ολόκληρο καινούριο κεφάλαιο στην προσωπική ανάπτυξη! Προσωπικά είμαι θερμή υποστηρίκτρια και των εγχειρημάτων όπως το TEDx από τα οποία φεύγω πάντα με νέες ιδέες και θετική ενέργεια. Πιστεύω ότι είναι στο δικό μας χέρι να αποφασίσουμε εάν θα αναλάβουμε το μερίδιο της ευθύνης που μας αναλογεί ή εάν παθητικά θα περιμένουμε να μας προσφέρει κάποιος τις ευκαιρίες που αξίζουμε.