Με τελεολογική συστολή των άρθρων 180 και 184 Α.Κ., οι άκυρες συμβάσεις εργασίας δεν πρέπει να εξομοιώνονται με ανύπαρκτες, αλλά ως έγκυρες μέχρι την ακύρωσή τους με δικαστική απόφαση, για λόγους προστασίας των εννόμων συμφερόντων των εργαζομένων.

Μία σύμβαση εργασίας είναι άκυρη, όταν συντρέχουν γενικοί όροι, όπως η μη τήρηση του επιβαλλόμενου τύπου (158 ΑΚ), η έλλειψη δικαιοπρακτικής ικανότητας (130 ΑΚ), η αντίθεση σε απαγορευτική διάταξη νόμου (174 ΑΚ) π.χ. η παράνομη εργασία ανήλικου, καθώς και όταν συντρέχουν ειδικότεροι όροι, όπως η έλλειψη άδειας εργασίας για τους αλλοδαπούς εργαζόμενους και επαγγελματικού βιβλιαρίου όπου απαιτείται (εστιατόρια, ξενοδοχεία κι άλλες επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος).

Παρ’ όλο που στις άνω περιπτώσεις η σύμβαση εργασίας είναι άκυρη, δεν παύει να έχει διαμορφωθεί εν τοις πράγμασι μία σχέση εργασίας, όπου ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του και ο εργοδότης την αποδέχεται. Ως σχέση εργασίας νοείται εκείνη που δημιουργείται από την πραγματική απασχόληση του εργαζόμενου ανεξάρτητα από το κύρος της σύμβασης εργασίας του. Γι’ αυτό το λόγο, σύμφωνα με τη θέση της θεωρίας και νομολογίας, και στην άκυρη σύμβαση εργασίας εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου και διατηρούνται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που γεννώνται σε μία έγκυρη σύμβαση εργασίας, αρκεί βέβαια να υπάρχει το πραγματικό γεγονός της απασχόλησης. Αυτό σημαίνει ότι ο εργοδότης συνεχίζει να ευθύνεται για τη χορήγηση της απαιτούμενης άδειας καθώς και των αποδοχών αυτής, την αμοιβή της υπερωριακής απασχόλησης, την προσαύξηση 25% λόγω νυχτερινής εργασίας, την προσαύξηση 75% λόγω απασχόλησης τις Κυριακές και αργίες. Τυχόν επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης εργασίας δεν απαλλάσσει τον εργοδότη από τις προηγούμενες υποχρεώσεις.

Αυτές οι αξιώσεις του εργαζόμενου ερείδονται απευθείας στο νόμο και δεν χρειάζεται προσφυγή στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Παρ’ όλα αυτά, για αξίωση μισθών υπερημερίας, ο εργαζόμενος θα πρέπει να στηρίξει την αγωγή του στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (904 Α.Κ.). Συνέπεια αυτού είναι η αγωγή να περιλαμβάνει μόνο τις αποδοχές κατά το μέτρο που ο εργοδότης έγινε πλουσιότερος. Η ωφέλεια αυτή του εργοδότη συνίσταται στις αποδοχές, τις οποίες ο εργοδότης θα κατέβαλλε σε άλλο μισθωτό, που θα απασχολείτο με έγκυρη σύμβαση εργασίας κατά τον ίδιο χρόνο, υπό τις ίδιες συνθήκες με τον εργαζόμενο με άκυρη σύμβαση εργασίας. Απόρροια αυτού είναι η αξίωση της ελάχιστης αμοιβής που ορίζεται εκ του νόμου (κατώτατα όρια αμοιβής) ή στην εκάστοτε Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και όχι της τυχόν υψηλότερης που έχει συμφωνηθεί μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου στην ατομική σύμβαση εργασίας. Ακόμη, ο εργαζόμενος δεν θα μπορέσει να αξιώσει τυχόν προσαυξήσεις, όπως επιδόματα που συνδέονται με την προσωπική του κατάσταση, τα οποία και λάμβανε σε σταθερή και μόνιμη βάση (π.χ. οικογενειακά επιδόματα). Σε κάθε περίπτωση η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν απολαμβάνει της προστασίας του μισθού που ορίζει το εργατικό δίκαιο (απαγόρευση συμψηφισμού ή εκχώρησης).

Σε περίπτωση που ο εργοδότης καταγγείλει την άκυρη σύμβαση εργασίας χωρίς να καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση, δεν καθίσταται υπερήμερος ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού, δεν οφείλει μισθούς υπερημερίας και δεν υποχρεούται προς επαναπρόσληψη του τελευταίου, διότι τούτα προϋποθέτουν έγκυρη σύμβαση εργασίας. Ο εργαζόμενος έχει απλή ενοχική αξίωση εκ του νόμου να λάβει τη νόμιμη αποζημίωση του.

    Για περισσότερες πληροφορίες επί ζητημάτων σχετικών με εργασιακές σχέσεις επικοινωνήστε:
    E: [email protected]
    T: 210-6431387
    F: 210-6460313